- προσεπιδαψιλεύσομαι
- προσεπιδαψιλεύομαιspend lavishly besidesaor subj mp 1st sg (epic)προσεπιδαψιλεύομαιspend lavishly besidesfut ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεπιδαψιλεύομαι — Α δίνω με γενναιοδωρία κάτι ακόμη σε κάποιον («εἴ σοι δεῑ χρημάτων... ἐγώ σοι τὰ δυνατὰ προσεπιδαψιλεύσομαι», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιδαψιλεύομαι «χορηγώ πλουσιοπάροχα»] … Dictionary of Greek